- μπουλούκι
- το толпа, ватага
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουλούκι — το 1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους 2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος 3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boluk «συντροφιά, λόχος»] … Dictionary of Greek
μπουλούκι — το (λ. τουρκ.) 1. σκόρπιο πλήθος ανθρώπων, στίφος· στην τουρκοκρατία, στρατιωτική μονάδα. 2. θεατρικός θίασος που περιοδεύει στην επαρχία και δίνει παραστάσεις: Ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα σε μπουλούκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
κοπάδι — το (Μ κοπάδι[ν] Α κοπάδιον) νεοελλ. μσν. (για ζώα) πλήθος, αγέλη 2. ποίμνιο («οι λύκοι ρήμαξαν τα κοπάδια») νεοελλ. 1. ασύντακτο, άτακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, μπουλούκι 2. φρ. «έχει ένα κοπάδι παιδιά» λέγεται για πολυτέκνους αρχ. τεμάχιο,… … Dictionary of Greek
μπουλουξής — και μπουλουκτσής, ο 1. (επί τουρκοκρατίας), διοικητής μπουλουκιού, δηλαδή μικρού στρατιωτικού σώματος ατάκτων 2. άτακτος στρατιώτης 3. ο επικεφαλής θεατρικού μπουλουκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουλούκι + κατάλ. ξής / τσής, κατ επίδραση της τουρκ. κατάλ … Dictionary of Greek
ορδή — η 1. απειθάρχητο στίφος, συρφετός, μπουλούκι, που συνήθως επιδίδεται σε βιαιοπραγίες και καταστροφές 2. τύπος κοινωνικής οργάνωσης νομαδικών συνήθως συνόλων αποτελούμενος από μικρό αριθμό οικογενειών, με 30 έως 50 άτομα συνολικά, που αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
στίφος — ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α 1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.) αρχ. 1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα 2. τάξη… … Dictionary of Greek
ταϊφάς — και νταϊφάς, ο, Ν 1. φυλή, φάρα 2. στράτευμα ατάκτων, μπουλούκι 3. μικρό στρατιωτικό σώμα κατά την Ελληνική Επανάσταση τού 1821 4. ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayfa] … Dictionary of Greek
τσέτνικ — ο, Ν συν. στον πληθ. οι τσέτνικοι σερβική ανταρτική δύναμη που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια τού Β Παγκόσμιου Πολέμου για να προβάλει αντίσταση στις δυνάμεις εισβολής τού Άξονα, αλλά τελικά συνεργάστηκε μαζί τους και πολέμησε εναντίον τών… … Dictionary of Greek
buluc — BULÚC, bulucuri, s.n. 1. Număr mare de oameni strânşi la un loc; droaie, gloată. ♦ (Adverbial) În masă, în rânduri strânse, cu grămada; unul peste altul, înghesuindu se; repede, iute. 2. (În vechea organizare a armatei din ţările româneşti)… … Dicționar Român
αγέλη — η 1. κοπάδι: Οι τάρανδοι ζουν σε αγέλες. 2. πλήθος ανθρώπων χωρίς πρωτοβουλία, που παρασύρεται, μπουλούκι: Αυτοί δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι, είναι αγέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)